- ναυκλήρημα
- ναυκλήρ-ημα, ατος, τό,A voyage, Tz.H.9.60 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυκλήρημα — ναυκλήρημα, τὸ (Μ) [ναυκληρώ] πλους, ταξίδι … Dictionary of Greek
ναυκληρήμασι — ναυκλήρημα voyage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)